-Suzanne Woolcott.
Είναι μέρες που δεν ξυπνάει καλά. Μέρες που σηκώνεται από το αραχνιασμένο κρεβάτι και αισθάνεται κάτι να την βασανίζει, να, ένα φορτίο στο μέρος που θα βρισκόταν η καρδιά της, αν βεβαίως είχε. Στην αρχή το είχε παραβλέψει, είπε Η πολλή επαφή με τους θνητούς θα είναι, φρονώ ότι κατόρθωσαν να με επηρεάσουν, θα περάσει η όποια επιρροή τους. Κατέβηκε έτσι στους λύκους της, στο σκοτάδι και την ηρεμία της εξακοσιοστής εξηκοστής έκτης αίθουσας του Κάτω Κόσμου, δίπλα στα δεκατρία ξεραμένα δέντρα και στο λιβάδι με τα άτυχα τετράφυλλα τριφύλλια και περίμενε. Η αρχιάρπυια, όμως, είχε τις αμφιβολίες της. Και πώς είσαι τόσο σίγουρη ότι δεν είναι κάτι το υπαρκτό, είπε, Είμαι, γιατί δε θα μπορούσε να είναι υπαρκτό, τόσο καιρό που εξουσιάζω αυτό τον κόσμο, άναρχη καθώς είμαι, τίποτε παρόμοιο δεν έχει συμβεί, γιατί να συμβεί τώρα, Ίσως επειδή άρχισες κι εσύ να ξυπνάς από τον θεϊκό σου ύπνο, οι γονείς σου άλλωστε, μην ξεχνάς, ήταν Τιτάνες, Όχι, κάτι τέτοιο δεν ισχύει, Δεν ήταν Τιτάνες, θες να μου πεις, Ήταν, εγώ όμως είμαι θεότητα.
Οι μέρες αυτές δεν έχουν εξαλειφθεί, προς μεγάλη (και προφανώς κρυφή) ικανοποίηση της αρχιάρπυιας, η οποία επιμένει να πιστεύει ότι κάπου, βαθιά μέσα στην κυρία της υπάρχουν κάτι σαρακοφαγωμένα, ξεχασμένα συναισθήματα. Ώρες-ώρες και η τελευταία τείνει να αποδεχτεί την ύπαρξή τους, θα όφειλε να ομολογήσει, αν είχε ίχνος τιμιότητας- δεν έχει, κι έτσι δεν το ομολογεί. Οι μέρες αυτές δεν παύουν να είναι υπαρκτές, όμως, παρόλη την μυστικοπαθή αντιμετώπιση που λαμβάνουν, και αν και δε λέει να τις συνηθίσει-και ούτε πιστεύει πως θα γίνει ποτέ αυτό- κάπως πρέπει να τις αντιμετωπίσει. Και υπάρχει καλύτερη αντιμετώπιση, λιγότερο επίπονη και πιότερο αποτελεσματική από την απόκρυψη; Φοράει λοιπόν το γνωστό προσωπείο της αταραξίας και της απόλυτης γαλήνης, και κρύβει την εσωτερική της σύγχυση με μία απαράμιλλη δεξιοτεχνία, με μία επιτυχία που μεγαλύτερη θα μπορούσε να είναι μοναχά αν κρυβόταν και από τον ίδιο της τον εαυτό. Αλίμονο, κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο.
Θα περίμενε κανείς ότι αυτή η απόκρυψη θα ήταν εξαιρετικά εύκολη γι' αυτήν, που τόσες μορφές έχει αλλάξει, που μέχρι και πέπλα θνητής έχει ντυθεί για να σκοτώσει την ώρα της. Δεν είναι. Γιατί συνεχώς αισθάνεται πως την ταραχή της δεν καλύπτει τίποτε πέρα από ένα πήλινο προσωπείο, το οποίο τόσο πια έχει τεντωθεί για να γίνει ένα με το πρόσωπό της που από στιγμή σε στιγμή θα αρχίσει να ραγίζει, και τότε θα φανεί η πραγματική μορφή της, η θλιμμένη, η μπερδεμένη. Κάτι τέτοιο όχι μόνο θα ήταν καταστροφικό για την εικόνα της, που τόσο προσέχει, αλλά μέχρι και ανταρσία στο βασίλειό της μπορεί να έφερνε. Φοράει λοιπόν κι αυτή τη μάσκα της, μα όχι ως θεά. Ως θνητή τη φορεί, ως φοβισμένη και διστακτική θνητή, κι αυτό είναι που την τρομάζει-κι άλλο θνητό συναίσθημα που πλέον αναγκάζεται να αποδώσει, έστω και κρυφά, στον εαυτό της. Και ούτε το καλύτερο κρασί του Κάτω Κόσμου, ούτε το πιο νόστιμο γιαούρτι από γάλα άρπυιας με μέλι από χτυπημένα από κεραυνούς κυπαρίσσια και καρύδια από καρυδιές που κρεμάστηκαν αθώοι, ούτε καν οι λυκανθρωπομαχίες μέχρι θανάτου μπορούν να την ευθυμήσουν.
Σήμερα είναι μια τέτοια μέρα.