Δεν κοιτάς κανέναν κατάματα όταν μπαίνεις, με αυτό το υπερβολικά στενό, παιδικό και μάλλον γελοίο πάνω σου καπέλο να κατεβαίνει ως τα μάτια σου, δυσκολεύοντας τον οποιοδήποτε να τα διακρίνει-όχι πως προσπάθησαν πολλοί, ίσως και λόγω της πολύ πρωϊνής ώρας. Κι έπειτα βρίσκεσαι καθισμένη στη θέση σου, όπως οποιοσδήποτε άλλος επιβάτης- μόνο που εσύ διαφέρεις. Στα χέρια σου κρατάς ένα ταλαιπωρημένο ραδιοφωνάκι το οποίο αναμεταδίδει κάποιο σταθμό που πεισματικά αρνείσαι ν'αλλάξεις καθ'όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, παρά τα άφθονα παράσιτα που στιγματίζουν την κάθε λέξη των παρουσιαστών, την όποια μουσική, την ίδια την ύπαρξή σου. Ολόκληρο το ταξίδι- τέσσερις παρά κάτι ώρες, μετατρέπεται σε μια συνεχώς διακοπτόμενη, σχεδόν αδιόρατη μουσική υπόκρουση. Δεν πτοείσαι ούτε όταν οι λέξεις, οι νότες που ξεχωρίζουν ανάμεσα στα παράσιτα είναι πια ελάχιστες, μόνο κρατάς το ραδιόφωνο με ευλαβική προσήλωση δίπλα στο αυτί σου, μπροστά στο πρόσωπό σου. Λικνίζεις τα χέρια, το κεφάλι, όλοκληρο το σώμα σου μπρος-πίσω καθώς το κρατάς, σαν να νανουρίζεις ένα μωρό, με απέραντη στοργή. Ή μήπως αδράχνεσαι έτσι από αυτό, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να διατηρήσεις μια μικρή έστω αίσθηση της ύπαρξής σου, να μη χαθείς στην απεραντοσύνη του κόσμου, να ξορκίσεις τους δαίμονές σου; Και συνάμα κλείνεις εμάς, τους υπόλοιπους, απ'έξω.
Ώρες-ώρες αναρωτιέμαι μήπως μπορείς να ακούσεις τις σκέψεις μας, ευχή και κατάρα μαζί, και προσπαθείς έτσι κάπως να τις αποκλείσεις, να χαμηλώσεις την έντασή τους, έστω-δεν μπορείς μάλλον τελείως να τις εξορίσεις, είμαστε εκεί, μες το κεφάλι σου και κάπως πρέπει κι εσύ να κρατήσεις σφιχτά τον εαυτό σου μέσα σου, κάπως να μην τον χάσεις μέσα στις δεκαέξι προσωπικότητές μας, τους συνεπιβάτες σου, κάπως να μην τρελαθείς. Κάποιες στιγμές νομίζω ότι κλαις καθώς κάνεις αυτή την παλινδρομική κίνηση, μπρος-πίσω, μπρος-πίσω, με το καπέλο πάντα να σκιάζει τα μάτια σου και το ραδιοφωνάκι αγκαλιά.
Θα μπορούσα να σε πλάσω καχεκτική και οστέινη, επικαλούμενη αυτή την τόσο γνωστή σε όλους ποιητική αδεία, μα κάτι τέτοιο θα απέκλινε από την παραδόξως ταιριαστή εικόνα σου- γερασμένη και παχιά, παράταιρα ντυμένη, να σκουπίζεις κάθε τόσο τον ιδρώτα σου παρά τις σχεδόν σιβηρικές θερμοκρασίες που επικρατούν, λόγω κλιματισμού. Στον κόσμο σου, που αποτελείται από εσένα -ή όποια ψήγματα του εαυτού σου μπορείς ακόμη να αποκαλείς Δικά σου, όσα δεν έχεις χάσει στις συνειδήσεις των άλλων, όσων άθελά σου κατασκοπεύεις- τα παράσιτα και την κουρτίνα του λεωφορείου που πού και πού ανοιγοκλείνεις, αδυνατώντας να αποφασίσεις τι προτιμάς, την ασφαλή κάλυψη του σκοταδιού ή την καθησυχαστική θέρμη του ήλιου.
Σε λίγο θα κατέβω κι εσύ θα μείνεις εδώ, ανακουφισμένη που οι ενοχλητικές παρουσίες στο μυαλό σου (αναρωτιέμαι κατά πόσο στέκει αυτό, αφού τεχνικά εσύ είσαι στο μυαλό μας) θα έχουν μειωθεί κατά μια, μια ιδιαιτέρως ανεπιθύμητη, μάλιστα, που έχει το θράσος να γράφει για σένα σε ο,τι πρόχειρη λευκή ή σχεδόν λευκή επιφάνεια βρήκε -στην προκειμένη περίπτωση δυο σελιδοδείκτες και ένα εισητήριο πλοίου- γνωρίζοντας οτι εσύ ξέρεις.