-Grateful Dead.
Τα κόκκινα λουλούδια έχουν αγκάθια- χρόνια τώρα στο φωνάζω- και τα αγκάθια αυτά μπήγονται στη σάρκα σου, διαπερνούν με ευκολία τον πρώτο φραγμό και γυρεύουν να φτάσουν ίσα με την πηγή της ίδιας σου της αναπνοής- θωρακική ή κρανιακή κοιλότητα, δε γνωρίζω, ας αφήσουμε να το αποφασίσουν αυτοί που έπονται και αρέσκονται στο να αναλώνονται σε τέτοιου είδους διαξιφισμούς. Μα εσύ αμέριμνος ζητάς να ριχτείς σε δαύτα -άγνοια; την αποκλείσαμε, μάλλον αφροσύνη θα 'ναι. Και να, ήδη πήραν τη θέση των πνευμόνων σου, καλύτερα, τουλάχιστον τώρα η αναπνοή σου θα ευωδιάζει και ολάκερος θα στάζεις πορφυρή μπογιά- ας αγνοήσουμε τα βογγητά σου προς το παρόν. Περίμενε λίγο μοναχά να φέρω τα πινέλα μου -αν μη τι άλλο πια είσαι ολότελα καθηλωμένος- και ας συνεχίσουμε τούτη τη διαμάχη, για όσο διαρκεί το οξυγόνο- ή ώσπου να βαρεθούμε ο ένας τον άλλον. Μονομερής η διαμάχη μας. Συ δε μιλάς, η φωνή σου πια δε βγαίνει.
Την ευωδιά των ρόδων σα να επισκιάζει η μεταλλική οσμή του αίματος μα τούτο θα παρέλθει, παροδικό το αίμα, παροδικός κι εσύ- κι εγώ, άλλωστε. Ωστόσο αδυνατώ να μη σε επιπλήξω έστω μια στερνή φορά, δεν έπρεπε να μπλεχτείς στα αγκάθια, στο είχα χιλιοπεί- μα οι νουθετήσεις φαίνεται δεν πιάνουν σε παιδιά. Θώρησες κι εσύ τα ροδοπέταλα και θαμπώθηκες, άδικο και μάταιο να σε ψέγω, τα σιωπηρά κηρύγματά μου, άλλωστε, δεν είχαν επικεντρωθεί στο όμορφο μα στο οδυνηρό.
Ας μείνουμε αμφότεροι στην οδύνη μας, λοιπόν- τι, ξέχασες πως ανεξάρτητα του ποιος πράττει όλοι πονάμε; Εμείς οι δυο. Και οι άλλοι τριάντα πέντε.
Μέχρι το αίμα να στερέψει.