Μα θέλω τόσο ν' αφεθώ στην απλουστευτική αυτή αφέλεια, περίτρανη απόδειξη ότι ο κόσμος τελικά περιστρέφεται γύρω μου, που αν το κλωθογυρίσω λίγο ακόμα στο νου μου, αν διαβάσω, ακούσω και αναπόφευκτα σιγομουρμουρίσω με τα μάτια μισόκλειστα και εν μέσω ταλάντευσης αρκετά στιχάκια που το προβάλλουν ως πραγματικότητα -αν ατενίσω για λίγο ακόμη το Παράλογο κατάματα- εν τέλει ίσως να το πιστέψω, ίσως και να γελαστώ.
[Η απάτη ίσως να παύει να είναι τέτοια όταν την θηρεύουμε, επιδιώκουμε και αποζητούμε με όλο μας το είναι μόνοι μας, βέβαια.]
Όμως εσύ ούτε στιγμή δε μ' αφήνεις να αφεθώ στις δίνες της, να σε κρατήσω απ' το χέρι ενώ πέφτω στο λαγούμι του κούνελου κι ενώ είμαι υποχείριο του στατικού ιλίγγου, ανεπιστρεπτί πια χαμένη. Στέκεσαι ακίνητος εν μέσω τρικυμίας, φαινομενικά αδιάφορος- τι να το κάνω κι αν ο ανεμοστρόβιλος λυσσομανά μέσα και σε σένα, πώς ακριβώς θες να το καταλάβω, πώς να παρηγορηθώ. Να, κοίτα, όλα είναι ήμερα ήρεμα μου λες και συνεχίζεις στη ρουτίνα σου- ρουτίνα που μισείς μα δεν παραλλάσσεις στο ελάχιστο.
[δε λυσσομανά.]