Ακόμη αναρωτιέται γιατι
χρειάστηκε τόσο καιρό
ν'αδράξει το μολύβι,
τις πενιχρές τούτες σειρές να αραδιάσει.
Η θύμηση όμως μένει,
χωρίς ολάκερο τον πόνο να έχει απωλέσει-
ακόμη.
Υγρά μαλλιά, ντυμένη πράσινα
αρχές του Σεπτέμβρη˙
ζέστη, κάψα στους τσιμεντένιους δρόμους
της καταραμένης τούτης πόλης
θάμπωμα, αποπνικτικό τοπίο,
νέφος πλανιέται πάνω από τις γειτονιές
της λατρεμένης τούτης πόλης˙
φωνές ακούγονται από το δρόμο.
Ο χτύπος του τηλεφώνου δυνατός ως πάντα˙
πιο ταιριαστό να ήταν μουντός και πένθιμος
μα κάτι τέτοια δεν είναι δυνατά
στον υλικό ετούτο κόσμο.
Τα λόγια, η οικεία γυναικεία φωνή
ηχεί πεντακάθαρα στο αυτί της
και πάλι- πιο ταιριαστό να ήτανε σπασμένη
αλλά εδώ είναι η πραγματικότητα-
το έχουμε ήδη διαπιστώσει.
Κάτι έχει- δεν ξέρω, ίσως και να πέθανε.
Κάθεται στο κρεβάτι και κλαίει.
Κάποιοι θα αναλώνονταν σε ποιητικές παρομοιώσεις
βρύσες τα καστανά της μάτια,
χείμαρροι οργισμένοι- μα τι θλίψη!
Μα εκείνη απλά κλαίει.
Και οι ήχοι-η οικεία φωνή που την καλεί,
η αναταραχή του δρόμου,
ηχούν˙ τίποτα δε φαίνεται εξωπραγματικό-
κάτι τέτοιο θα ελάττωνε την τρομακτική αληθοφάνεια,
ίσως να την παρηγορούσε.
Κι εκείνη ακόμα κλαίει, καταμεσήμερο μίας πολύβουης Τετάρτης...