Είναι μάταιο, ανούσιο, άχρηστο και κάπως αστείο το να πας να συγκαλύψεις τη σπίθα, να στρέφεις το χέρι προς τις αστραπές που φωτίζουνε τον κόσμο (μόνο αυτές πια, ακούς Λώρα;) για να μη φανούν αυτές που αλυχτάνε μέσα σου, μην προδοθείς. Ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι; Ούτε που προσπαθείς να πιάσεις τον κουβά με το νερό, το δέχομαι, αυτός είναι βαρυφορτωμένος και θα κουραστούν τα μάλλον αποστεωμένα χέρια σου- μα τη μάνικα που είναι αφημένη δίπλα σου δεν τη βλέπεις, θες να μου πεις; Όχι, μια χαρά την αντιλαμβάνεσαι, οι οφθαλμοί σου φαίνεται να πάσχουν μόνο από κάτι άξαφνες αλλαγές ξηρότητας και υγρασίας- να τα μας, τι το 'θελα να το αναφέρω, ξανάρχισες να κλαις. Όχι, μη. Απλά δε θες να την καλέσεις να σε συνδράμει- ω, βρεθήκαμε κιόλα στη χώρα του Οζ (ή μήπως των θαυμάτων; Κάποιοι το λένε παράδεισο, πάντως. Κάποιοι αφελείς.), η μάνικα ζώστηκε τα μήλα της και σε προκαλεί, αστράφτουνε τούτα, ω πώς αστράφτουνε. Μα η φωτιά μέσα σου συνεχίζει να λυσσομανά κι εσύ ουδεμία προσπάθεια καταβάλλεις για να τη δαμάσεις, στέκεσαι ράθυμα στην άκρη του κόσμου (στρογγυλός είναι, είπαμε; Όχι στη χώρα του Οζ.) και αγναντεύεις. Δε ζητάς νερό να την περιορίσεις, μια παράξενη απροθυμία υπερισχύει του φόβου σου γι' αυτή- μήτε λάδι να τη φουντώσεις ζητάς. Σου καίει τα σωθικά τούτη η φωτιά, έγκαυμα, τραύμα, σήψη, δεν το βλέπεις; Ω, μα όλα εγώ θα πρέπει να στα λέω πια. Κάνε κάτι! Περιόρισε έστω το οξυγόνο, τον καταλύτη, σταμάτα ν' αναπνέεις- ν' απαλλαγούμε τουλάχιστον από του λόγου σου.
Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012
But what a lovely way to burn.
Είναι μάταιο, ανούσιο, άχρηστο και κάπως αστείο το να πας να συγκαλύψεις τη σπίθα, να στρέφεις το χέρι προς τις αστραπές που φωτίζουνε τον κόσμο (μόνο αυτές πια, ακούς Λώρα;) για να μη φανούν αυτές που αλυχτάνε μέσα σου, μην προδοθείς. Ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι; Ούτε που προσπαθείς να πιάσεις τον κουβά με το νερό, το δέχομαι, αυτός είναι βαρυφορτωμένος και θα κουραστούν τα μάλλον αποστεωμένα χέρια σου- μα τη μάνικα που είναι αφημένη δίπλα σου δεν τη βλέπεις, θες να μου πεις; Όχι, μια χαρά την αντιλαμβάνεσαι, οι οφθαλμοί σου φαίνεται να πάσχουν μόνο από κάτι άξαφνες αλλαγές ξηρότητας και υγρασίας- να τα μας, τι το 'θελα να το αναφέρω, ξανάρχισες να κλαις. Όχι, μη. Απλά δε θες να την καλέσεις να σε συνδράμει- ω, βρεθήκαμε κιόλα στη χώρα του Οζ (ή μήπως των θαυμάτων; Κάποιοι το λένε παράδεισο, πάντως. Κάποιοι αφελείς.), η μάνικα ζώστηκε τα μήλα της και σε προκαλεί, αστράφτουνε τούτα, ω πώς αστράφτουνε. Μα η φωτιά μέσα σου συνεχίζει να λυσσομανά κι εσύ ουδεμία προσπάθεια καταβάλλεις για να τη δαμάσεις, στέκεσαι ράθυμα στην άκρη του κόσμου (στρογγυλός είναι, είπαμε; Όχι στη χώρα του Οζ.) και αγναντεύεις. Δε ζητάς νερό να την περιορίσεις, μια παράξενη απροθυμία υπερισχύει του φόβου σου γι' αυτή- μήτε λάδι να τη φουντώσεις ζητάς. Σου καίει τα σωθικά τούτη η φωτιά, έγκαυμα, τραύμα, σήψη, δεν το βλέπεις; Ω, μα όλα εγώ θα πρέπει να στα λέω πια. Κάνε κάτι! Περιόρισε έστω το οξυγόνο, τον καταλύτη, σταμάτα ν' αναπνέεις- ν' απαλλαγούμε τουλάχιστον από του λόγου σου.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Μου άρεσε πολύ το κείμενό σου πάντως=)
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα!
Σ' ευχαριστώ φαντασματάκι! =)
ΑπάντησηΔιαγραφή