Αν κρυβόσουν στις χαραμάδες του πατζουριού μεταξύ κουρτίνας και απείρου, Κυριακή χαράματα, και όλη σου η ύπαρξη εντοπιζόταν σε αυτό που εν τέλει είμαστε- εναλλαγές φωτός και σκότους, το έρεβος σαν να κυριαρχεί επάνω μου- με περίσσια λαχτάρα θα σε αναζητούσα στο ταβάνι, πάνω στα δοκάρια και ανάμεσα στους αραχνοϊστούς, μαζί με κάθε τι λησμονημένο. Ξυπόλητη και αλαφιασμένη θα έβγαινα στην αυλή και θα εξέταζα τις πευκοβελόνες με τρεμάμενα άκρα και χείλη- ούτε σ'αυτή είσαι, ούτε σε κείνη. Θα έβγαζα φωνή που θ'αντηχούσε στον κάμπο για τρία λεπτά ολάκερα, απρόθυμη να σιγήσει.
Μα πού είσαι, γιατί χάθηκες- έλα εδώ να σε κρατήσω, κρυώνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου